- αὐτοφωνία
- αὐτο-φωνία, ἡ,A direct utterance, title of work on oracles by Oenomaus, Jul.Or.7.209b.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αὐτοφωνίᾳ — αὐτοφωνίᾱͅ , αὐτοφωνία direct utterance fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτοφωνία — η (Α αὐτοφωνία) νεοελλ. αίσθημα αντήχησης στο αφτί ενός ατόμου της ίδιας του της φωνής (σε περιπτώσεις απόφραξης μιας ευσταχιανής σάλπιγγας ή μέσης ωτίτιδας) αρχ. ο άμεσος λόγος … Dictionary of Greek
Οινόμαος ο Γαδαρηνός — (1ος 2ος αι. μ.Χ.). Κυνικός φιλόσοφος. Έδρασε στα χρόνια του αυτοκράτορα Αδριανού και έγραψε πολλά έργα, ανάμεσα στα οποία σημαντικότερα είναι τα: Περί της Ομήρου φιλοσοφίας, Περί κυνισμού και Περί Κράτητος, Διογένους και των άλλων κυνικών.… … Dictionary of Greek